κτίσμα — colony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσμα — το, ατος 1. χτίριο, οικοδόμημα. 2. το δημιούργημα του Θεού, πλάσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
κτισμάτων — κτίσμα colony neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσμασι — κτίσμα colony neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσμασιν — κτίσμα colony neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσματα — κτίσμα colony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσματι — κτίσμα colony neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσματος — κτίσμα colony neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek